Ενώ όλοι επικεντρωνόμαστε καθημερινά στους αριθμούς των κρουσμάτων, των ατόμων που εισέρχονται σε ΜΕΘ ή στους θανάτους, την ίδια στιγμή, μια άλλη μορφή «επώδυνης» πανδημίας εξαπλώνεται «κρυφά» και κερδίζει έδαφος: αυτή των ορφανών παιδιών. Κάθε 12 δευτερόλεπτα ένα παιδί χάνει τον άνθρωπο που το φρόντιζε εξαιτίας της πανδημίας. Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά παιδιών που έχασαν τον κύριο φροντιστή τους (γονείς ή παππούδες) ήταν το Περού, η Νότια Αφρική, το Μεξικό, η Βραζιλία  και οι ΗΠΑ.

 Σε κάθε τέσσερις θανάτους ενηλίκων από κορονοϊό, ένα παιδί χάνει το γονιό του. Την «κρυφή πανδημία της ορφάνιας», ανέδειξε επιδημιολογική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, ,σύμφωνα με την οποία 1,5 εκατομμύριο παιδιά κάτω των 18 ετών παγκοσμίως καταδικάστηκαν να ζουν με το βαρύ πένθος της απώλειας ενός γονιού ή φροντιστή τους εξαιτίας της πανδημίας, καθώς, επίσης, και με τις συνακόλουθες ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η πανδημία κάποτε θα τελειώσει, η ορφάνια όμως δεν θα εξαφανιστεί. Το “τραύμα” που φέρουν πολλά από αυτά τα παιδιά είναι εξαιρετικά βαθύ, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις δεν είχαν καν την ευκαιρία να αποχαιρετήσουν τον γονιό τους και σε πολλές περιπτώσεις, ούτε καν να παραστούν στην κηδεία, ενώ την ίδια στιγμή, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έχει συμβεί.

Η Δρ Susan Hillis, μία από τις κύριους συγγραφείς της μελέτης που δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι στο Lancet, δήλωσε: «Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη να δώσουμε προτεραιότητα σε αυτά τα παιδιά και να επενδύσουμε σε προγράμματα και υπηρεσίες, με στόχο να τα προστατεύσουμε, να τα υποστηρίξουμε και όχι μόνο τώρα, αλλά και στο μέλλον. Η ορφάνια δεν εξαφανίζεται», όπως ανέφερε συγκεκριμένα. Τα ορφανοτροφεία δεν πρέπει ποτέ να είναι η απάντηση: τα παιδιά που χάνουν έναν κηδεμόνα χρειάζονται οικογενειακή φροντίδα για να αναπτυχθούν, αντί του ιδρυματισμού, για τον οποίο η νευροεπιστημονική έρευνα δείχνει ότι περιορίζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου τους.

Ως Χριστιανοί και εκκλησίες πρέπει να αγαπάμε, στηρίζουμε, ενθαρρύνουμε,  φροντίζουμε και προστατεύουμε τα ορφανά και τις χήρες. Όταν ο Θεός έδωσε το Νόμο στον Μωυσή και στους Ισραηλίτες, έδωσε οδηγίες να μη καταδυναστεύουν και καταπιέζουν τα ορφανά και τις χήρες ανάμεσά τους (Έξοδος 22:22–23, Ιερεμίας 22:3). Μάλιστα, ο Θεός ξεκαθαρίζει ότι είναι επικατάρατος όποιος διαστρέψει την κρίση τού ξένου, του ορφανού, και της χήρας (Δευτερονόμιον 27:19).

 Ξανά και ξανά διαβάζουμε ότι ο Θεός υποστηρίζει και υπερασπίζεται τ’ ορφανό και τη χήρα (Ψαλμός 146:9). Ο Θεός είναι «Πατέρας των ορφανών, και κριτής των χηρών, στον άγιό του τόπο (Ψαλμός 86:15). Ο ίδιος ο Θεός «αποδίδει στον ορφανό και στη χήρα το δίκιο τους» (Δευτερονόμιον 10:18). Ο Θεός  παρατηρεί την αδικία, τη δυστυχία, την εξαθλίωση και την ύβρη, για να ανταποδώσει με το χέρι Του. Για αυτό και ο ορφανός μπορεί να βασιστεί στον Θεό (Ψαλμός 10:14).  Ο Θεός προειδοποιεί τόσο όσους αδιαφορούν για τους ορφανούς, αλλά και όσους επιχειρούν να τους εκμεταλλευτούν (Ησαΐας 10:1-3).  Ο Θεός ζητά να αποδίδουμε δικαιοσύνη στον άμοιρο και τον ορφανό (Ψαλμός 82:3, Ησαΐας 1:17).  Στην Καινή Διαθήκη, ο Ιάκωβος τονίζει ότι η φροντίδα των αναγκών των ορφανών και των χήρων είναι μέρος της καθαρής και αμόλυντης θρησκείας (Ιακώβου 1:27).

Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και την πνευματική ορφανιά. Πολλοί λένε το ''Πάτερ ημών'', αποκαλούν τον Θεό Πατέρα και γράφουν στις ταυτότητες τους ότι είναι Χριστιανοί, αλλά πορεύονται στη ζωή τους ως πνευματικοί ορφανοί, καθώς ζουν σαν να μην υπάρχει Θεός. Παρότι, όλοι οι άνθρωποι είμαστε δημιουργημένοι από τον Θεό, δεν γινόμαστε όλοι αυτομάτως παιδιά του Θεού. Ο Θεός έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά Του, μόνο όσοι δέχτηκαν και πίστεψαν στον Χριστό (Ιωάννης 1:12). Η υιοθεσία Του έχει ως όρους την μετάνοια και την πίστη στο έργο και πρόσωπο του Χριστού που αποτελεί τον μόνο μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων (Α΄Τιμόθεον 2:5). Αν συμπάσχουμε με τον Χριστό, γινόμαστε συμμέτοχοι της δόξας Του, κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμαίους 8:17). Αν πεθάναμε μαζί του, μαζί Του επίσης θα ζήσουμε. Αν υπομένουμε, θα συμβασιλεύσουμε  μαζί Του (Β΄ Τιμόθεον 2:11-12) και ο Θεός που τον ίδιο του τον Υιό δεν λυπήθηκε, αλλά τον παρέδωσε για χάρη όλων μας, θα χαρίσει σε μας τα πάντα (Ρωμαίους 8:32), για πάντα!