Αστρονομικά ποσά βρώμικου χρήματος ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανάμεσα στο 1999 και το 2017 κυκλοφορούσαν και ξεπλένονταν επί χρόνια μέσω των μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων του κόσμου, αποκαλύπτει διεθνής έρευνα της Διεθνούς Κοινοπραξίας Ερευνητικών Δημοσιογράφων. Τα έγγραφα που διέρρευσαν, τα FinCEN Files, περιλαμβάνουν περισσότερες από 2.100 αναφορές ύποπτης δραστηριότητας που έχουν υποβληθεί από τράπεζες και άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες στο Δίκτυο Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων. Τα δίκτυα μέσω των οποίων το βρώμικο χρήμα διακινείται στον κόσμο έχουν γίνει ζωτικές αρτηρίες της παγκόσμιας οικονομίας.


Η έρευνα φέρνει στο φως το βάραθρο των τραπεζικών εγγυήσεων, την ευκολία με την οποία τις έχουν εκμεταλλευθεί οι εγκληματίες και στιγματίζει πέντε μεγάλες τράπεζες τις JPMorgan Chase, HSBC, Standard Chartered, Deutsche Bank και Bank of New York Mellon που κατηγορούνται ότι συνέχισαν την διακίνηση κεφαλαίων υπόπτων ως εγκληματιών ακόμη και αφού κατηγορίες είχαν απαγγελθεί εναντίον τους ή είχαν καταδικασθεί για οικονομικά εγκλήματα.

Η HSBC επέτρεψε σε απατεώνες να διακινήσουν εκατομμύρια δολάρια που ήταν προϊόν κλοπής, ακόμα και αφότου πληροφορήθηκε από επιθεωρητές των ΗΠΑ ότι επρόκειτο για απάτη. Η JP Morgan επέτρεψε σε εταιρεία να μεταφέρει πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια ενός μαφιόζου που βρίσκεται στη λίστα του FBI. Η Deutsche Bank εμπλέκεται σε χρήμα που είχε «ξεπλυθεί» από το οργανωμένο έγκλημα, τρομοκράτες και διακινητές ναρκωτικών. Η Standard Chartered είχε συναλλαγές με την Arab Bank, για πελάτες με λογαριασμούς που είχαν χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας

Μετά τη δημοσιοποίηση των εγγράφων πολλοί αναφέρθηκαν στο τι πρέπει να αλλάξει. Κάποιοι μίλησαν για ένα μεγαλύτερο νομικό ραβδί το οποίο να χτυπά τους παραβατικούς τραπεζίτες, ενώ άλλοι εστίασαν στην αναθεώρηση του τρόπου αντιμετώπισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες από πλευράς των αρμοδίων αξιωματούχων, στην καλύτερη διασυνοριακή συνεργασία και ευρύτερη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ ρυθμιστικών και δικαστικών/αστυνομικών αρχών και στη δημιουργία ενιαίας εποπτικής αρχής που να εποπτεύει το κυνήγι νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Όποια μέτρα και αν ληφθούν, οι εγκληματίες θα βρίσκουν νέους τρόπους για να μεταφέρουν χρήματα, καθώς η ταχύτητα των πληρωμών επιταχύνεται και τα ψηφιακά νομίσματα πολλαπλασιάζονται.

Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη βούλησης ή ρυθμιστικών κανόνων, αλλά η ανθρώπινη καρδιά που είναι «απατηλή υπέρ πάντα και σφόδρα διεφθαρμένη» (Ιερεμίας 17:9) και οδηγεί στην απληστία και πλεονεξία. Οι άνθρωποι είναι άπληστοι όταν επιθυμούν περισσότερα και πλεονέκτες όταν επιθυμούν περισσότερα από τους άλλους.

Ο Κλήμης από την Αλεξάνδρεια, έγραψε ότι όπου υπάρχει πλεονεξία, δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη (Παιδαγωγός, 2,1,14). Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ανέφερε ότι η πλεονεξία κομματιάζει την ευγένεια της ανθρώπινης φύσης (Περί φιλοπτωχίας, 35,892) και ότι η απληστία είναι χαρακτηριστικό των κλεφτών (Περί φιλοπτωχίας, 35, 865).

Η Αγία Γραφή προειδοποιεί ότι «αυτός που είναι φιλοχρήματος δε χορταίνει με τα χρήματα, ούτε αυτός που αγαπάει τον πλούτο ξεδιψάει με τα πλούτη» (Εκκλησιαστής 5:10), ενώ οι «παράνομοι από την απληστία τους πιάνονται σε παγίδα» (Παροιμίες 11:6). «Η απληστία του ασεβή δεν έχει όρια, κι ωστόσο με τους θησαυρούς του δε νιώθει ασφαλής» (Ιώβ 20:20).

Η πλεονεξία μπορεί να οδηγήσει σε αθέμιτους τρόπους εκπλήρωσης των σκοπών μας, αλλά και σε εκζήτηση καλών πραγμάτων στο λάθος χρόνο, για το λάθος λόγο, με το λάθος τρόπο (Ιάκωβος 4:1-3). Οι πλεονέκτες συγκατατάσσονται στις λίστες όσων δεν πρόκειται να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών μαζί με τους πόρνους, ειδωλολάτρες, μοιχούς, κλέφτες, μέθυσους, υβριστές, κατάλαλους και άρπαγες. Η πλεονεξία μάλιστα αναφέρεται ως ειδωλολατρία (Εφεσίους 5:3-5, Κολοσσαείς 3:5).

Η Χριστιανική απάντηση στην απληστία και πλεονεξία είναι η ευγνωμοσύνη στον Θεό για όσα μας χαρίζει (Α΄Θεσσαλονικείς 5:18), ενώ παράλληλα προσπαθούμε για ένα καλύτερο αύριο σε όλους τους τομείς. Η Χριστιανική ευγνωμοσύνη δεν οδηγεί στην παθητική αποδοχή της τωρινής μας κατάστασης, αλλά στη πεποίθηση ότι ο Θεός θα συνεχίσει να μας απελευθερώνει από άσκοπες επιθυμίες και να καλύπτει τις βασικές μας ανάγκες (Εβραίους 13:5-6), από τη στιγμή που κάλυψε την σπουδαιότερη και δυσκολότερη μας ανάγκη, την συμφιλίωση με τον Ουράνιο Πατέρα, μέσω της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού. Ο Θεός Πατέρας «δεν λυπήθηκε ούτε το μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας. Δε θα μας δωρίσει, λοιπόν, μαζί μ’ αυτόν τα πάντα;» (Ρωμαίους 8:32).